ωταλγικός

ωταλγικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωταλγία: Παίρνει ωταλγικά φάρμακα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ωταλγικός — ή, ό / ὠταλγικός, ή, όν, ΝΑ [ὠταλγία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωταλγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”